οψολόγιο

οψολόγιο
το (Α ὀψολόγιον) [οψολόγος]
νεοελλ.
κατάλογος εδεσμάτων
αρχ.
1. πιθ. δείγμα τροφίμων που εισάγονται
2. τελωνειακή δοκιμή τών εισαγόμενων τροφίμων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • -λόγιο — (AM λόγιον και Μ λόγιν) β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων από το ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «ομιλώ, λέω» (πρβλ. ημερολόγιο, ωρολόγιο, μοιρολόγιο, τιμολόγιο) είτε με τη σημ. τού «συλλέγω, συγκεντρώνω», οπότε και λειτούργησε ως περιληπτική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”